- προκαταδικάζομαι
- προκατα-δῐκάζομαι, [voice] Pass.,A to be condemned before, Din.Fr.89; προκαδδεδικάσθω δύο μνᾶς to pay 2 minae, Tab.Heracl.1.171.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκαταδικάζομαι — και δωρ. τ. προκαδδικάζομαι Α καταδικάζομαι εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
προκαταδικασθέντα — προκαταδικάζομαι to be condemned before aor part mp neut nom/voc/acc pl προκαταδικάζομαι to be condemned before aor part mp masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταδικάζει — προκαταδικάζομαι to be condemned before pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταδικάζεσθαι — προκαταδικάζομαι to be condemned before pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαδδικάζομαι — Α βλ. προκαταδικάζομαι … Dictionary of Greek